- πολυγράμματος
- πολύγραμμαneut gen sgπολυγράμματοςmarked with many lettersmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυγράμματος — η, ο / πολυγράμματος, ον, ΝΜΑ (για λέξη) αυτός που αποτελείται από πολλά γράμματα αρχ. 1. αυτός που είναι σημαδεμένος με πολλά γράμματα, ο στιγματίας 2. αυτός που γνωρίζει πολλά γράμματα, μορφωμένος, πολυμαθής («πολυγράμματος καὶ μεμουσωμένος»,… … Dictionary of Greek
πολυγράμματος — η, ο αυτός που αποτελείται από πολλά γράμματα: Υπάρχουν πολυγράμματα αλφάβητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυγραμματώτερον — πολυγράμματος marked with many letters masc acc comp sg πολυγράμματος marked with many letters neut nom/voc/acc comp sg πολυγράμματος marked with many letters adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγράμματον — πολυγράμματος marked with many letters masc/fem acc sg πολυγράμματος marked with many letters neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγραμμάτους — πολυγράμματος marked with many letters masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγράμματοι — πολυγράμματος marked with many letters masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσώ — (I) μουσῶ, όω (ΑΜ) [μούσα (Ι)] 1. παθ. μουσοῡμαι, όομαι λαμβάνω καλλιτεχνική μόρφωση («ὑπόληψιν ἐμποιεῑν καὶ δόξαν ἀνθρώποις ἀγραμμάτοις, πολυγράμματος αὐτὸς ὢν καὶ μεμουσωμένος», Πλούτ.) αρχ. 1. δίνω μουσικότητα σε κάτι 2. παθ. α) αρμόζομαι για… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek